-
1 ἐξ-αμιλλάομαι
ἐξ-αμιλλάομαι, herauskämpfen; τὰς τεϑρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληϑείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληϑῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten.
См. также в других словарях:
εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… … Dictionary of Greek